- αμεταπτωτος
- ἀμετάπτωτοςἀ-μετάπτωτος2непоколебимый, незыблемый, неизменный
(λόγοι Plat.; ἐπιστήμη Arst.; φίλος, κρίσις, δόξα Plut.; καταλήψεις Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λόγοι Plat.; ἐπιστήμη Arst.; φίλος, κρίσις, δόξα Plut.; καταλήψεις Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀμετάπτωτος — unchanging masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάπτωτος — η, ο (Α ἀμετάπτωτος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατό να μεταπέσει σε ένταση, να μεταβληθεί, σταθερός, αμετάβλητος, μόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ά στερητ. + μεταπίπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταπτωσία] … Dictionary of Greek
αμετάπτωτος — η, ο επίρρ. α εκείνος του οποίου δε μειώθηκε η ένταση: Το ενδιαφέρον του κοινού κρατήθηκε αμετάπτωτο σ όλη την παράσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεταπτωτότατον — ἀμετάπτωτος unchanging masc acc superl sg ἀμετάπτωτος unchanging neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτως — ἀμετάπτωτος unchanging adverbial ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάπτωτον — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc sg ἀμετάπτωτος unchanging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτοις — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτου — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτους — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτων — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτῳ — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)